σαγήνευσας

σαγήνευσας
σαγηνεύω
surround and take fish with a drag-net
aor ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σαγηνεύσας — σαγηνεύσᾱς , σαγηνεύω surround and take fish with a drag net aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαγηνεύω — ΝΑ [σαγήνη] παρασύρω κάποιον δελεάζοντάς τον, θέλγω, γοητεύω (α. «τόν σαγήνευσαν τα κάλη της» β. «συλλήψεσθαι σαγηνεύσας ἐπὶ τῆς εὐνῆς», Λουκιαν.) αρχ. 1. αλιεύω με το δίχτυ σαγήνη 2. μτφ. α) διώχνω μαζί σε ένα μέρος όλους τους κατοίκους μιας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”